- καρεκλάδικο
- τοκατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πουλιούνται καρέκλες: Παράγγειλα καρέκλες από το καρεκλάδικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρεκλάδικο — το [καρεκλάς] κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πωλούνται καρέκλες, καρεκλοποιείο, ή καρεκλοπωλείο … Dictionary of Greek
καθεκλοποιείο — το [καθεκλοποιός] εργαστήριο κατασκευής καρεκλών, καρεκλάδικο … Dictionary of Greek